παντοπαθής

παντοπαθής
-ές, Α
1. αυτός που υποφέρει τα πάντα
2. αυτός που υπόκειται σε όλα τα πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παντοπαθῆ — παντοπαθής all suffering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παντοπαθής all suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παντοπαθής all suffering masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοπαθεῖς — παντοπαθής all suffering masc/fem acc pl παντοπαθής all suffering masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοπαθές — παντοπαθής all suffering masc/fem voc sg παντοπαθής all suffering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • παντοπάθεια — ἡ, Μ [παντοπαθής] 1. νόσος από την οποία αυτός που πάσχει είναι εκτεθειμένος σε όλα τα πάθη, σε όλες τις αρρώστιες 2. το να υποφέρουν όλοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”